Κισμέτ: Η Βασίλισσα Φορούσε Μάσκα
Αθήνα, σήμερα…
Η Υπατία ορκίστηκε μπροστά στον καθρέφτη ότι ήταν η τελευταία φορά που δεν έπαιρνε απαντήσεις… Θέλησε να «λύσει τα μάγια», σπάζοντας με μανία το λουκέτο από το παλιό μπαούλο. Άρχισε να βγάζει από μέσα φθαρμένα ημερολόγια, χαρτιά, κιτρινισμένες φωτογραφίες. Υπέθεσε ότι τα είχε φέρει ο παππούς της από τη Σμύρνη. Ανάμεσα στα χαρτιά, ένα μικρό βελούδινο κουτί έκρυβε ένα χρυσό μενταγιόν με χαραγμένο το γράμμα Α. Ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης γυναίκα και γιατί ο πατέρας της είχε κρυμμένα τόσα μυστικά;
Ξαφνικά, η πορεία της βασίλισσας αντιστράφηκε και ο καθρέφτης έγινε θρύψαλα. Οι νύχτες την πλήγωναν· οι νύχτες την τρέλαιναν…
Σμύρνη, παρόν και παρελθόν…
Ο Άιντεν ξεκλείδωσε τη βαριά αλυσίδα της εξώπορτας. Το παλιό αρχοντικό στην περιοχή Κορντόν πρόσμενε χρόνια κάποιον για να του δώσει ζωή. Μέσα στο αραχνιασμένο δωμάτιο μια γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά τον κοίταζε με θλίψη. Φορούσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα και μπλε σκουλαρίκια με δύο υπέροχες πέτρες σαν δάκρυα. Ο παράφορος λυγμός της παρέσυρε τον Άιντεν στο παρελθόν… Τον πλησίασε και τον οδήγησε σε ένα παράθυρο. Έξω διάβαινε πολύς κόσμος, σαν σε ταινία παλιάς εποχής… Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν, το μπλε φόρεμά της έγινε κόκκινο από αίμα, στα χέρια της κρατούσε ένα μαχαίρι…
Λίγες μέρες αργότερα, ο Άιντεν κρατούσε στα χέρια του έναν φάκελο με στοιχεία για τους παλιούς ιδιοκτήτες. Μέσα στον φάκελο υπήρχε και η φωτογραφία της Υπατίας. Όταν την είδε χλόμιασε… οι δύο γυναίκες ήταν ολόιδιες! Από εκείνη τη στιγμή, η αναζήτηση αυτής της φιγούρας έγινε εμμονή, πάθος, έρωτας.
Το κισμέτ είχε πια ορίσει ποιος θα βγάλει πρώτος τη μάσκα της βασίλισσας… ή μήπως όχι;
Το Μυστικά του Φάρου
O Aιγέας, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι που ζει στη Mάνη, χάνει ξαφνικά τους γονείς του και αναγκάζεται να αφήσει το πατρικό σπίτι και τους αγαπημένους του συγγενείς για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στην Αίγυπτο.
Ακολουθεί το θείο του στην Αλεξάνδρεια, παρόλο που είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός ο μυστηριώδης άνθρωπος δεν πρόκειται να δώσει λύση στα προβλήματά του. Έπειτα από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς στο πλευρό του θείου του, ως υπάλληλος του καφενείου του και υπηρέτης του σπιτιού του, ο Αιγέας μένει και πάλι μόνος, άγνωστος σε μια ξένη χώρα. Αντί για φόβο όμως, αισθάνεται μια πρωτόγνωρη ανακούφιση. Τα δεσμά του έχουν σπάσει και είναι πια ελεύθερος να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Ο Χορός των Ψυχών
«Όταν σε πρωτογνώρισα, μου είχες πει ότι ένιωθες πολλές φορές να σε κυνηγούν μάγισσες και δράκοι. Θα σου πω λοιπόν μια ιστορία που είχε πολλές μάγισσες και πολλούς δράκους· Θα σου πω για κάποιον άντρα που αγάπησε μια γυναίκα τόσο δυνατά, ώστε δε δεχόταν να τους χωρίσει ο θάνατος, που ήταν έτοιμος να τα βάλει με τον θεό για χάρη της, που ήταν πρόθυμος να συνθηκολογήσει με τον ίδιο το διάβολο, μόνο και μόνο για να έχει την υπόσχεσή του ότι θα τον βοηθούσε να την αποκτήσει.»